Κυριακή μεσημέρι. Δύο λέξεις, αμέτρητα συναισθήματα, αμέτρητα κιλά. Η ώρα της εβδομάδας όπου οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά και απολαμβάνουν το φαγητό, καθώς οι φακές και τα ρεβύθια πάνε σύννεφο πια.
Όντας φοιτητής τα τελευταία 3 χρόνια, το κυριακάτικο τραπέζι δεν υπάρχει στη ζωή μου. Την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς ήρθαν να με επισκεφτούν οι γονείς μου, με ενημέρωσαν ότι την Κυριακή θα πάμε στους θείους για φαγητό. Κάπου εκεί ίδρωσα, ένιωσα πρώην παίχτης της Μπαρτσελόνα όπου τώρα όμως παίζει στον Λεβαδειακό. Εδώ καλά καλά είχα καιρό να φάω με την οικογένεια μου και τώρα ξαφνικά θα έτρωγα και με τα 20 άτομα του οικογενειακού δέντρου.
Όταν λοιπόν έφτασε η μεγάλη ημέρα, τα συναισθήματα μου έκαναν τραμπάλα και δεν ήξερα ποιο από τα 2 θα υποχωρήσει. Από τη μία σκεφτόμουν, επιτέλους δεν θα ξαναφάω πιτόγυρα, από την άλλη γνώριζα ότι θα έφτανε η ώρα όπου κόσμος και κοσμάκης θα με ρώταγε πως πάει η σχολή, τι κάνεις με τη ζωή σου και φυσικά ο κλασικός θείος που κάθεται με την νεολαία, θα με ρώταγε αν παίζει κανα γκομενάκι.
Επιπλέον, μόνο στα δικά μας σόγια- meeting, meeting-σόγια, καθόμαστε λες και είμαστε στον Αρθουριανό κύκλο και η τραπεζαρία θυμίζει την Στρογγυλή Τράπεζα με τον βασιλιά Αρθούρο και τους ιππότες του; Τέλος, όσο φαγητό και αν υπάρχει στο τραπέζι, εσύ θες ποπ-κορν, καθώς γνωρίζεις ότι κάπου στη μέση του τραπεζιού θα ξεκινήσει κουβέντα περί πολιτικής και μαζί της θα υπάρξει και ένα τεταμένο κλίμα. Στο κάτω της γραφής όμως, αυτά είναι που κάνουν ένα ελληνικό οικογενειακό τραπέζι, διαχρονικά ξεχωριστό και εν τέλει, υπέροχο.